“Die Liebe ist eine grausame Göttin, welche, wie jede Gottheit, den ganzen Menschen besitzen will und nicht eher zufrieden ist, als bis er ihr nicht bloß seine Seele, sondern auch sein physisches Selbst dargebracht hat. Ihr Kultus ist das Leiden, der Gipfel dieses Kultus ist die Selbstaufopferung, der Selbstmord,” ἔγραψε γιὰ τὴν ἀγάπη ἕναν αἰῶνα πρὶν τὸν Ernesto Sabato ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Edgar Bauer.
Δηλαδή, “ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ σκληρὴ θεά, πού, ὅπως κάθε θεότητα, θέλει νὰ κατέχῃ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ δὲν εἶναι εὐχαριστημένη παρὰ μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος θυσιάσῃ σὲ αὐτὴν ὄχι μόνον τὴν ψυχή του, ἀλλὰ καὶ τὸν φυσικὸ ἑαυτό του. Ἡ λατρεία (κάλτ) της εἶναι ὁ πόνος, τὸ ἀπόγειο τῆς λατρείας της εἶναι ἡ αὐτοθυσία, ἡ αὐτοκτονία”.
Στὸ ὑπαρξιακὸ Τοῦνελ τοῦ Ernesto Sabato ὁ μῦθος αὐτὸς ἀντιστρέφεται γιὰ νὰ ἀποδώσῃ μίαν διαφορετικὴ -κι ὅμως, ἐξίσου νοσηρὴ- μορφὴ τῆς ἀγάπης: ξανά, ἡ λατρεία (κάλτ) της εἶναι ὁ πόνος, ὅμως τὸ ἀπόγειο τῆς λατρείας της δὲν εἶναι ἡ αὐτοκτονία, ἀλλὰ ὁ φόνος. Ἕνας φόνος ποὺ εἶναι ἀπότοκος καὶ τῆς ὑπεραναλυτικῆς σκέψης τοῦ ἥρωα, ἡ ὁποία, μολονότι σὲ ὡρισμένα σημεῖα εἶναι γοητευτικὴ και μεγαλοφυής, ἐν τέλει ὑποβαθμίζεται σὲ τρέλα τῆς ψυχῆς.
5/5.